μαψιλόγος

μαψιλόγος
μαψῐ-λόγος, ον,
A idly talking, μ. οἰωνοί birds whose cries convey no sure omen, h.Merc.546.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαψιλόγος — μαψιλόγος, ον (Α) αυτός που μιλάει χωρίς νόημα ή μιλάει μάταια («μαψιλόγοι οἰωνοί», Υμν. Ερμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + λόγος*, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μαψιλόγοισι — μαψιλόγος idly talking masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • μαψίφωνος — μαψίφωνος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο μαψιλόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (ΙΙ) + φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί φωνος, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”